- κυστίτιδα
- Οξεία ή χρόνια φλεγμονή της ουροδόχου κύστης. Είναι συχνή πάθηση, μερικές φορές πρωτοπαθής, συχνότερα όμως δευτεροπαθής, και παρουσιάζεται ως συνέπεια άλλων βλαβών που εντοπίζονται στην ίδια την κύστη ή σε άλλα όργανα που βρίσκονται σε έμμεση ή άμεση σχέση με αυτή. Η κ. μπορεί να προκληθεί από διάφορα είδη μικροβίων, μεμονωμένα ή σε συνδυασμό· οι συχνότεροι υπεύθυνοι για τις κ. είναι το κολοβακτηρίδιο, ο πρωτεύς και η ψευδομονάδες. Μια ιδιαίτερη μορφή χρόνιας κ. είναι εκείνη που προκαλείται από το μυκοβακτηρίδιο του Κοχ, η φυματιώδης κ., πάντα δευτεροπαθής, ως συνέπεια φυματίωσης συνήθως του νεφρού. Η κλινική εικόνα της κ. χαρακτηρίζεται από συνεχή, ακατάσχετη ανάγκη ούρησης, από συχνές, επώδυνες και δυσχερείς ουρήσεις, από την αποβολή θολών ούρων λόγω του ότι περιέχουν πύο και καμιά φορά αίμα (αιμορραγική κ.). Η πάθηση είναι συχνή στις γυναίκες. Η θεραπευτική αγωγή της βασίζεται κυρίως στην καταπολέμηση τόσο του λοιμογόνου παράγοντα όσο και της πιθανής πρωτοπαθούς βλάβης.
* * *ηιατρ. φλεγμονή τής ουροδόχου κύστεως (α. «χρόνια κυστίτιδα» β. «παρασιτική κυστίτιδα» γ. «γαγγραινώδης κυστίτιδα»).[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. cystitis < cyst(o)- (πρβλ. κυστε[ο]-) + κατάλ. -itis < νεολατ. κατάλ. -itis < -ῖτις, κατάλ. δηλωτική φλεγμονής].
Dictionary of Greek. 2013.